Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναβλεπτῶ < συν- + ἀβλεπτῶ < ἀβλεπτέω

  Ρήμα επεξεργασία

συναβλεπτῶ
  • συνεχίζω με άλλους να μη βλέπω, συνεχίζω με άλλους να παραμελώ