συνέρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνέρισμα < συνερίζομαι + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνέρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνερίζομαι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνέρισμα
|