συνέγερση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνέγερση | οι | συνεγέρσεις |
γενική | της | συνέγερσης* | των | συνεγέρσεων |
αιτιατική | τη | συνέγερση | τις | συνεγέρσεις |
κλητική | συνέγερση | συνεγέρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεγέρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνέγερση θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- φάση συνέγερσης
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνέγερση
|