συμφιλιωτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμφιλιωτικά < συμφιλιωτικός + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siɱ.fi.li.o.tiˈka/
Επίρρημα επεξεργασία
συμφιλιωτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμφιλιωτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
συμφιλιωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συμφιλιωτικός