συμπυρπολέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
συμπυρπολέω - συμπυρπολῶ
- (ελληνιστική κοινή) πυρπολώ μαζί με άλλον
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- συμπυρπολέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.