συμπρόεδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συμπρόεδρος | οι | συμπρόεδροι |
γενική | του/της του |
συμπροέδρου συμπρόεδρου |
των | συμπροέδρων |
αιτιατική | τον/τη | συμπρόεδρο | τους/τις τους |
συμπροέδρους συμπρόεδρους |
κλητική | συμπρόεδρε | συμπρόεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπρόεδρος
|