συμπονετικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπονετικά < συμπονετικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
συμπονετικά
- με συμπόνια, συμπονώντας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπονετικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
συμπονετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμπονετικό