Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπονέω < (συν-) συμ- + πονέω

  Ρήμα επεξεργασία

συμπονέω

  1. κοπιάζω μαζί με κάποιον άλλο
  2. υποφέρω μαζί με κάποιον άλλο
  3. συμμετέχω από κοινού (σε συμφορές)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία