Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπνέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

συμπνέω

  1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
  2. συμφωνώ με κάποιον, συμμαχώ με κάποιον
  3. (μεταφορικά) υποχωρώ, υποκύπτω στα τυχαία συμβάντα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → και δείτε τη λέξη πνέω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία