Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συμπιέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπιέζω
  2. θα συμπιέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπιέζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

συμπιέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμπίεση