Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπαιγνία οι συμπαιγνίες
      γενική της συμπαιγνίας των συμπαιγνιών
    αιτιατική τη συμπαιγνία τις συμπαιγνίες
     κλητική συμπαιγνία συμπαιγνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαιγνία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπαιγνία.[1] [2] Συγχρονικά αναλύεται σε (συν-) συμ- + παίγνι(ο) + .

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.beˈɣni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπαι‐γνί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐παι‐γνί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπαιγνία θηλυκό

  • συντονισμένη εξαπάτηση από ομάδα ατόμων· το τέχνασμα που δημιουργεί ψεύτικη εικόνα της πραγματικότητας αποβλέποντας στην ενοχοποίηση ή παραπλάνηση τρίτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. συμπαιγνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Σημειώνεται ως αρχαίο, αν και είναι «γλώσσα» (ελληνιστική).



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμπαιγνί αἱ συμπαιγνίαι
      γενική τῆς συμπαιγνίᾱς τῶν συμπαιγνιῶν
      δοτική τῇ συμπαιγνί ταῖς συμπαιγνίαις
    αιτιατική τὴν συμπαιγνίᾱν τὰς συμπαιγνίᾱς
     κλητική ! συμπαιγνί συμπαιγνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμπαιγνί
γεν-δοτ τοῖν  συμπαιγνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαιγνία (ελληνιστική κοινή) < (συν-) συμ- + {{ety|grc|grc-koi|παίγνιον|παίγνι(ον)]] +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπαιγνία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία