συμμοριτοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συμμοριτοπόλεμος | οι | συμμοριτοπόλεμοι |
γενική | του | συμμοριτοπόλεμου & συμμοριτοπολέμου |
των | συμμοριτοπόλεμων & συμμοριτοπολέμων |
αιτιατική | τον | συμμοριτοπόλεμο | τους | συμμοριτοπόλεμους & συμμοριτοπολέμους |
κλητική | συμμοριτοπόλεμε | συμμοριτοπόλεμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμμοριτοπόλεμος < συμμορίτης + -ο- + πόλεμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμμοριτοπόλεμος αρσενικό
- (μειωτικό, παρωχημένο) ο ανταρτοπόλεμος κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμμοριτοπόλεμος
|