συμβιώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συμβιώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμβιώνω
- θα συμβιώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμβιώνω
συμβιώσετε