Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συλλείτουργο τα συλλείτουργα
      γενική του συλλείτουργου των συλλείτουργων
    αιτιατική το συλλείτουργο τα συλλείτουργα
     κλητική συλλείτουργο συλλείτουργα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλείτουργο < συν + λειτουργώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συλλείτουργο ουδέτερο

  • Συλλείτουργο ονομάζεται η συμμετοχή περισσοτέρων του ενός κληρικών στη Θεία Λειτουργία. Διακρίνονται τρεις περιπτώσεις:
α) Ιερατικό ή πολυιερατικό συλλείτουργο, όταν συμμετέχουν μόνο ιερείς ή και διάκονοι.
β) Αρχιερατικό συλλείτουργο, όταν μεταξύ των συλλειτουργούντων κληρικών συμμετέχει έστω και ένας αρχιερέας (επίσκοπος).
γ) Πολυαρχιερατικό συλλείτουργο, όταν συμμετέχουν περισσότεροι του ενός αρχιερείς (επίσκοποι).

  Μεταφράσεις επεξεργασία