συηνίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συηνίτης | οι | συηνίτες |
γενική | του | συηνίτη | των | συηνιτών |
αιτιατική | τον | συηνίτη | τους | συηνίτες |
κλητική | συηνίτη | συηνίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συηνίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συηνίτης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συηνίτης
|