συγχωριανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγχωριανή < θηλυκό του συγχωριανός
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγχωριανή θηλυκό ή συχωριανή
- αυτή που μένει στο ίδιο χωριό ή κατάγεται από αυτό
- ※ Η μητέρα του είχε πεθάνει προ ετών και ο πατέρας του παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με μια συγχωριανή του (Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν, Βασίλης Ι. Τζανακάρης, εκδ. Μεταίχμιο, κρατικό βραβείο 2008)