Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεχυμένως < συγκεχυμέν(ος) + -ως < μετοχή παθητικού παρακειμένου (συγκέχυμαι) του συγχέω

  Επίρρημα επεξεργασία

συγκεχυμένως

  Πηγές επεξεργασία