Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεκριμενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος συγκεκριμενοποιώ

συγκεκριμενοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία