Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκαλά < συν + καλά (πληθυντικός του καλό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκαλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία