συγκάλεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκάλεση | οι | συγκαλέσεις |
γενική | της | συγκάλεσης* | των | συγκαλέσεων |
αιτιατική | τη | συγκάλεση | τις | συγκαλέσεις |
κλητική | συγκάλεση | συγκαλέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαλέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκάλεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκάλεση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκάλεση
|