στόλισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsto.li.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στό‐λι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
στόλισμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του στολισμός
- άλλη μορφή του στολίδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στόλισμᾰ | τὰ | στολίσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | στολίσμᾰτος | τῶν | στολισμᾰ́των |
δοτική | τῷ | στολίσμᾰτῐ | τοῖς | στολίσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | στόλισμᾰ | τὰ | στολίσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | στόλισμᾰ | στολίσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στολίσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στολισμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στόλισμα ουδέτερο
- (ενδυμασία) ένδυμα όπως η χλαίνη, εξοπλισμός
Πηγές επεξεργασία
- στόλισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στόλισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.