στωικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
στωικά < στωικός
Επίρρημα επεξεργασία
στωικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
στωικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στωικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στωικό
στωικά < στωικός
στωικά
στωικά