στυγερότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στυγερότητα < ελληνιστική κοινή στυγερότης[1] < αρχαία ελληνική στυγερός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sti.ʝeˈro.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στυ‐γε‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
στυγερότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ή κάτι στυγερό(ς), η ιδιότητα του στυγερού
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στυγερός
Μεταφράσεις επεξεργασία
στυγερότητα
|
- ↑ στυγερότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.