στρύχνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στρύχνος | οι | στρύχνοι |
γενική | του | στρύχνου | των | στρύχνων |
αιτιατική | τον | στρύχνο | τους | στρύχνους |
κλητική | στρύχνε | στρύχνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρύχνος < αρχαία ελληνικήστρύχνος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstɾi.xnos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρύχνος αρσενικό