Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στροφαλάτρακτος οι στροφαλάτρακτοι
      γενική της στροφαλατράκτου των στροφαλατράκτων
    αιτιατική τη στροφαλάτρακτο τις στροφαλατράκτους
     κλητική στροφαλάτρακτε
(στροφαλάτρακτο)
στροφαλάτρακτοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στροφαλάτρακτος < στρόφαλος + άτρακτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

στροφαλάτρακτος θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Σχεδιάγραμμα «Αυτοκίνητον και τα μέρη αυτού», στο Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 465.