στριφτάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στριφτάρι | τα | στριφτάρια |
γενική | του | στριφταριού | των | στριφταριών |
αιτιατική | το | στριφτάρι | τα | στριφτάρια |
κλητική | στριφτάρι | στριφτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στριφτάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στριφτάρι ουδέτερο
- τρόπος εμφάνισης σε πίτες ή άλλα μαγειρεμένα φαγώσιμα
- εξάρτημα που χρησιμοποιείται στο ψάρεμα με πετονιά που εχει τη δυνατότητα να συστρέφεται και εμποδίζει το μπέρδεμα της
- κάθε εξάρτημα που εχει τη δυνατότητα να συστρέφεται και με αυτόν το τρόπο να εμποδίζει το μπέρδεμα καλωδίων, μπετονιάς κλπ.
- αγόρασα ένα στριφτάρι για το ακουστικό του τηλεφώνου και ησύχασα
Μεταφράσεις επεξεργασία
είδος φαγώσιμων
|
εξάρτημα ψαρικής
|