Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρεψοδικία οι στρεψοδικίες
      γενική της στρεψοδικίας των στρεψοδικιών
    αιτιατική τη στρεψοδικία τις στρεψοδικίες
     κλητική στρεψοδικία στρεψοδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρεψοδικία (μαρτυρείται από το 1856) [1] < στρεψόδικος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρεψοδικία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 935, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου