Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρεψαύχην < ελληνιστική κοινή στρεψαύχην

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρεψαύχην αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία