Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στρεβλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στρεβλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στρεβλώνω
  3. θα στρεβλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στρεβλώνω