Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατολάτης οι στρατολάτες
      γενική του στρατολάτη των στρατολατών
    αιτιατική τον στρατολάτη τους στρατολάτες
     κλητική στρατολάτη στρατολάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατολάτης < μεσαιωνική ελληνική στρατολάτης < στρατο- + -λάτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρατολάτης αρσενικό

  • στρατοκόπος, οδοιπόρος, διαβάτης
    ※  Ο στρατολάτης που με τη βέργα του μετρά το βάθος ενός ποταμού που θέλει να περάσει (Νικόλαος Παναγιωτάκης, Στέφανος Κακλαμάνης, Γιάννης Μαυρομάτης, Κρητική αναγέννηση, 2002, εκδ. Στιγμή σελ. 294)
    ※  Μην είδατε την πέρδικα και την σπιτονοικοκυρά μου / Ξένος διαβάτης και στρατολάτης / ήρθε και πήρε τη πέρδικά σου / και τη σπιτονοικοκυρά σου (Μιχαήλ Λελέκος, Δημοτική Ανθολογία, Αθήνα, 1868, σελ. 144 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία