Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στραβούλιακας οι στραβούλιακες
      γενική του στραβούλιακα των στραβούλιακων
    αιτιατική τον στραβούλιακα τους στραβούλιακες
     κλητική στραβούλιακα στραβούλιακες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραβούλιακας < στραβ(ός) + -ούλιακας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στραβούλιακας αρσενικό

  • (μειωτικό, λαϊκότροπο και υβριστικό) εκείνος που δεν βλέπει καλά, που φοράει γυαλιά και π.χ. εμπλέκεται σε ένα ατύχημα ή πέφτει πάνω σε κάποιον άλλον
    Δεν έβλεπες την τύφλα σου στραβούλιακα

  Μεταφράσεις επεξεργασία