στραβοπίνελο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στραβοπίνελο ουδέτερο
- εργαλείο βαψίματος: πινέλο που έχει λυγισμένη λαβή ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση σε επιφάνειες που βρίσκονται μέσα σε εσοχές (π.χ. σε τμήματα του καλοριφέρ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
στραβοπίνελο
|