Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραβομουτσουνιάζω < στραβός + -ο- + μουτσούνα + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

στραβομουτσουνιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

{{κλείδα-ελλ}