στρέχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρέχα | οι | στρέχες |
γενική | της | στρέχας | — | |
αιτιατική | τη | στρέχα | τις | στρέχες |
κλητική | στρέχα | στρέχες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρέχα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης стреха < πρωτοσλαβική *strěxa
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstɾe.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρέ‐χα
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρέχα θηλυκό
- (ιδιωματικό, αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του αστρέχα
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρέχα
|