στράλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στράλι | τα | στράλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | στράλι | τα | στράλια |
κλητική | στράλι | στράλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στράλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική stralli, πληθυντικός αριθμός του strallo / straglio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstra.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρά‐λι
Ουσιαστικό επεξεργασία
στράλι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) πρότονος
- ※ Τρέχουν οἱ ναῦτες ἀπάνω-κάτω. Ἄλλοι στὰ μπράτσα, ἄλλοι στὶς κόστες, ἄλλοι στὰ στράλια. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Βιοπαλαιστής, Λόγια της πλώρης, σελ. 79, 1924)
Μεταφράσεις επεξεργασία
στράλι
|