στου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κλιτικός τύπος άρθρου επεξεργασία
στου
- γενική ενικού, αρσενικού και ουδετέρου γένους του 'στο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- σου (ποντιακά)
- στοῦ (πολυτονική γραφή)
κλίσεις των άρθρων επεξεργασία
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
---|---|---|---|
ονομαστική ενικού | ο | η | το |
γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
αιτιατική ενικού + σε |
τον στον |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |