στομώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stoˈmo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐μώ‐νο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
στομώνομαι, π.αόρ.: στομώθηκα, μτχ.π.π.: στομωμένος, (ενεργ.: στομώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος στομώνω
στομώνομαι, π.αόρ.: στομώθηκα, μτχ.π.π.: στομωμένος, (ενεργ.: στομώνω)