στολιδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στολιδάκι | τα | στολιδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | στολιδάκι | τα | στολιδάκια |
κλητική | στολιδάκι | στολιδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στολιδάκι < στολίδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
στολιδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του στολίδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
στολιδάκι
|