στολίδωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στολίδωση | οι | στολιδώσεις |
γενική | της | στολίδωσης* | των | στολιδώσεων |
αιτιατική | τη | στολίδωση | τις | στολιδώσεις |
κλητική | στολίδωση | στολιδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στολιδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στολίδωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστολίδωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία στολίδωση
|