↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοίβαξη οι στοιβάξεις
      γενική της στοίβαξης* των στοιβάξεων
    αιτιατική τη στοίβαξη τις στοιβάξεις
     κλητική στοίβαξη στοιβάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοιβάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πρόβλημα στοίβαξης στη στατική με τον αριθμό στοιβαζόμενων αντικειμένων να αποτελεί το μισό του μερικού αθροίσματος μιας αρμονικής σειράς.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στοίβαξη < στοιβάζω + -ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στοίβαξη θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία