Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στιχοποίηση οι στιχοποιήσεις
      γενική της στιχοποίησης* των στιχοποιήσεων
    αιτιατική τη στιχοποίηση τις στιχοποιήσεις
     κλητική στιχοποίηση στιχοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στιχοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

η στιχοποίηση (el) θηλυκό < στίχος + -οποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

η στιχοποίηση (el) θηλυκό

  1. η παραγωγή στίχων (ποιήματος, τραγουδιού, ρυθμικού πεζού κειμένου κτλ.)
  2. μετατροπή πεζού κειμένου σε ποίηση μέσω αναδιάταξης, ιαμβομέτρησης συλλαβών, επιβολής ρίμας - ομοιοκαταληξίας (στην σύγχρονη ποίηση αρκεί ο εσωτερικός ρυθμός, ενώ σε ακόμη πιο μοντέρνα δεν υπάρχει ρυθμός αλλά συνέπεια τις ευκολίας ή δυσκολίας ανάγνωσης ανάλογα με το συναίσθημα που περικλείει η εκάστοτε φράση - πράγμα όμως και υποκειμενικό)