Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στιχομυθία οι στιχομυθίες
      γενική της στιχομυθίας των στιχομυθιών
    αιτιατική τη στιχομυθία τις στιχομυθίες
     κλητική στιχομυθία στιχομυθίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιχομυθία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στιχομυθία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στιχομυθία θηλυκό

  1. ο διάλογος μεταξύ προσώπων, με ευσύνοπτες ερωτήσεις και απαντήσεις
  2. (στο αρχαίο δράμα) → δείτε τη λέξη στιχομυθία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στιχομυθί αἱ στιχομυθίαι
      γενική τῆς στιχομυθίᾱς τῶν στιχομυθιῶν
      δοτική τῇ στιχομυθί ταῖς στιχομυθίαις
    αιτιατική τὴν στιχομυθίᾱν τὰς στιχομυθίᾱς
     κλητική ! στιχομυθί στιχομυθίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στιχομυθί
γεν-δοτ τοῖν  στιχομυθίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιχομυθία < στιχομυθ(έω) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε στίχ(ος) + -ο- + μυθ(έω) (→ δείτε τη λέξη μῦθος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στιχομυθία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις στίχος, μυθέω και μῦθος

  Πηγές επεξεργασία