Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιμέρνω < μεσαιωνική ελληνική στιμ(άρω) + -έρνω

  Ρήμα επεξεργασία

στιμέρνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία