στιλιστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στιλιστικά < στιλιστικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
στιλιστικά
- από στιλιστικής απόψεως
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιλιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στιλιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιλιστικός