στιλάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιλάκι | τα | στιλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | στιλάκι | τα | στιλάκια |
κλητική | στιλάκι | στιλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στιλάκι < στιλ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
στιλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του στιλ
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιλάκι
|