στιβαρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
στιβαρά
- με στιβαρό τρόπο, με στιβαρότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιβαρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στιβαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιβαρός