Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στηλιτευτής οι στηλιτευτές
      γενική του στηλιτευτή των στηλιτευτών
    αιτιατική τον στηλιτευτή τους στηλιτευτές
     κλητική στηλιτευτή στηλιτευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στηλιτευτής < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική στηλιτευτής < (ελληνιστική κοινή) στηλιτεύ(ω) + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sti.li.teˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στη‐λι‐τευ‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στηλιτευτής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • στηλιτεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στηλιτευτής < ελληνιστική κοινή στηλιτεύ(ω) + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στηλιτευτής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία