Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στηθοκοπιέμαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

στηθοκοπιέμαι

  • εκφράζω πολύ έντονη θλίψη χτυπώντας το στήθος μου με τα χέρια μου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία