Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στεφανώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεφανώνω
  2. θα στεφανώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεφανώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

στεφανώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στεφάνωση