στερνοπούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στερνοπούλι | τα | στερνοπούλια |
γενική | του | στερνοπουλιού | των | στερνοπουλιών |
αιτιατική | το | στερνοπούλι | τα | στερνοπούλια |
κλητική | στερνοπούλι | στερνοπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στερνοπούλι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) το στερνοπαίδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερνοπούλι
|